στοιχειωδέστατα

στοιχειωδέστατα
στοιχειώδης
elementary
adverbial superl
στοιχειώδης
elementary
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”